- διογκώνω
- διογκώνω, διόγκωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διογκώνω — (AM διογκῶ όω) [ογκώ] 1. μεγαλώνω τον όγκο κάποιου πράγματος 2. ( ομαι) φουσκώνω, πρήζομαι νεοελλ. δίνω μεγαλύτερες διαστάσεις σε κάτι ή τού αποδίδω μεγαλύτερη σημασία απ όση πραγματικά έχει αρχ. διογκούμαι 1. υπερηφανεύομαι 2. (για νερό λίμνης κ … Dictionary of Greek
διογκώνω — διόγκωσα, διογκώθηκα, διογκωμένος, προκαλώ την αύξηση του όγκου, φουσκώνω: Το δημόσιο χρέος έχει διογκωθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμφυσώ — ( άω) (AM ἐμφυσῶ) 1. φυσώ πάνω ή μέσα σε κάποιον, επιπνέω («τοῡτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.) 2. εμπνέω σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες αρχ. 1. φυσώ μέσα («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», Αριστοφ.) 2. φουσκώνω, διογκώνω… … Dictionary of Greek
ογκώνω — και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, όω) [όγκος (Ι)] αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ. β. «τὸ πνεῡμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να… … Dictionary of Greek
περιχονδριώ — άω, Α είμαι διογκωμένος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χονδριῶ «διογκώνω, φουσκώνω»] … Dictionary of Greek
πρήζω — Ν 1. κάνω κάτι να φουσκώσει, διογκώνω, φουσκώνω («τόν κλότσησε και τού πρηξε το πόδι») 2. παθ. πρήζομαι παθαίνω οίδημα («μού πρήστηκε ο κάλος από το πολύ περπάτημα») 3. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω (α. «μ έπρηξε ώσπου να πει το ναι» β. «μού… … Dictionary of Greek
φλέω — Α 1. είμαι εντελώς γεμάτος («δωμάτων φλεόντων ὑπέρφευ», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «φλεῖ γέμει, εὐκαρπεῖ, πολυκαρπεῖ» β. «φλέοντας... φλυαροῦντας». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλέω (< *φλέFω, πρβλ. πλέω < *πλέFω, ῥέω < *ῥέFω) ανάγεται στην απαθή … Dictionary of Greek
φουσκώνω — Ν [φούσκα (Ι)] 1. (μτβ.) α) γεμίζω κάτι με αέρα ώστε να διογκωθεί, διογκώνω, διατείνω («φουσκώνω τα μάγουλά μου [ή το μπαλόνι ή τα λάστιχα τού αυτοκινήτου ή το ασκί κ.λπ.]») β) προκαλώ αίσθημα κόρου ή δυσφορίας («ο μουσακάς μού φούσκωσε το… … Dictionary of Greek
φουσκώνω — φουσκώνω, φούσκωσα, φουσκωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: φουσκώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή (φουσκώνομαι, βλ. πίν. 4 ). Το ρ. σημαίνει και → διογκώνω, αυξάνω κάτι σε όγκο και → διογκώνομαι, αυξάνομαι σε όγκο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φουσκώνω — φούσκωσα, φουσκώθηκα, φουσκωμένος 1. μτβ., εξογκώνω, διογκώνω κάτι σαν φούσκα, φυσώ σε κάτι αέρα (ή αέριο) και το κάνω φούσκα: Φουσκώνω το μπαλόνι. 2. (για καραβόπανα), κολπώνω, κυρτώνω: Εφούσκωνε τ αγέρι λευκότατα πανιά (Δ. Σολωμός). 3. διευρύνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)